- φελλός
- φελλός1 cork
ἀβάπτιστος εἶμι, φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας P. 2.80
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀβάπτιστος εἶμι, φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας P. 2.80
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φελλός — cork oak masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
φελλός — ο 1. σπογγώδης φυτικός ιστός, ελαφρός, ελαστικός και αδιάβροχος, που αποτελεί το εξωτερικό στρώμα του φλοιού ορισμένων δέντρων. 2. κομμάτι από αυτή την ύλη ή είδος κατασκευασμένο από αυτή: Tο μπουκάλι κλείνει με φελλό. 3. πώμα, τάπα μπουκαλιού ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάτω Φελλός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 43 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
φελλοῖς — φελλός cork oak masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλοί — φελλός cork oak masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλοῦ — φελλός cork oak masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλούς — φελλός cork oak masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλῶν — φελλός cork oak masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλῷ — φελλός cork oak masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φελλόν — φελλός cork oak masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)